- ἀγόρευεν
- ἀ̱γόρευεν , ἀγορεύωspeak in the assemblyimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀγορεύωspeak in the assemblyimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτροχάδην — (AM ἐπιτροχάδην) [τροχάδην] επίρρ. βιαστικά, χωρίς πολλή προσοχή, σύντομα, με σπουδή, στα πεταχτά (α. «επιτροχάδην ερμηνεία» ερμηνεία βιαστική, χωρίς να προηγηθεί λεπτομερής γλωσσική επεξεργασία β. «διάβασα το έγγραφο επιτροχάδην» γ. «ἐπιτροχάδην … Dictionary of Greek